- ποινήλατος
- ποινήλατοςpursued by the furiesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποινήλατος — ον, Α 1. αυτός που καταδιώκεται από τις Ποινές, από τις Ερινύες 2. αυτός τον οποίο οι Ερινύες εμβάλλουν σε κάποιον («ποινήλατος μανία», Σιμπλίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποινή + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. αμαξ ήλατος, με έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ποινήλατον — ποινήλατος pursued by the furies masc/fem acc sg ποινήλατος pursued by the furies neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποινηλασία — ἡ, ΜΑ [ποινήλατος] καταδίωξη από τις Ποινές, από τις Ερινύες, η επιβολή ποινής, τιμωρία … Dictionary of Greek
ποινηλατώ — έω, ΜΑ [ποινήλατος] 1. καταδιώκω και βασανίζω κάποιον όπως η Ποινή, η θεά τής εκδίκησης 2. (η μτχ. αρσ. ενεργ αορ.) ποινηλατήσας (κατά τον Ησύχ.) «ἐλάσας» … Dictionary of Greek